ρεπάνι — το βλ. ραπάνι, το … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ράφανος — ο / ῥάφανος, ἡ, ΝΜΑ, και ιων. τ. ῥέφανος Α η ραφανίδα μσν. αρχ. 1. το φυτό κράμβη 2. φρ. «ῥάφανος ἀγρία» α) η άγρια κράμβη β) η αγριοραφανίδα, η λαψάνα γ) το φυτό ευφόρβιο το απιοειδές. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχ. ονομασία για το γογγύλι, η οποία… … Dictionary of Greek
ρεπανάκι — και ραπανάκι, το, Ν [ρεπάνι / ραπάνι] 1. (υποκορ. τ.) το ρεπάνι 2. φρ. «πετάχθηκε σαν το ρεπανάκι» φέρθηκε με προπέτεια, πετάχθηκε να μιλήσει άκαιρα 3. παροιμ. φρ. «ψωμί δεν έχουμε να φάμε, ρεπανάκια για την όρεξη» λέγεται για κάποιον που έχει… … Dictionary of Greek
ράφα — ἡ, Α (δωρ. τ.) μεγάλο ρεπάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η ύπαρξη ενός δωρ. τ. ῥάφα / ῥάφη, στον οποίο οδηγεί πιθ. το χωρίο τού Ησύχ.: Τρύφων δὲ φησι παρὰ Δωριεῦσι τὰς μικρὰς ῥαφανῖδας λέγεσθαι, τὰς δὲ μεγάλας ῥάφας, παραμένει αμφίβολη και πιθ. ο τ. ῥάφας στο… … Dictionary of Greek
ραπάνι — το / ῥαπάνιον, ΝΜΑ βλ. ρεπάνι … Dictionary of Greek
ραφανιδώ — όω, Α [ῥαφανίς, ίδος] (στην αρχ. Αθήνα) χώνω ρεπάνι στον πρωκτό μοιχού … Dictionary of Greek
ραφανοειδής — ές, Ν αυτός που μοιάζει με ρεπάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ράφανος + ειδής*] … Dictionary of Greek
τρικλίζω — και τρεκλίζω Ν κλονίζομαι κατά το βάδισμα, παραπαίω, παραπατώ («τρικλίζει από το μεθύσι»). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. τρικλίζω < τρεκλίζω με αφομοίωση < τρακλίζω με τροπή τού α σε ε λόγω τού παρακείμενου υγρού (πρβλ. κράββατος > κρεββάτι, ραπάνι > … Dictionary of Greek
ραπάνι — το ιού, και ρεπάνι, το υποκορ. ραπανάκι, το το φυτό ραφανίδα η ήμερη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)